καταπονώ

καταπονώ
και καταπονάω (AM καταπονῶ, -έω, Μ και καταπονάω) [κατάπονος]
καταβάλλω προξενώντας μεγάλο κόπο σε κάποιον, κουράζω, εξαντλώ
νεοελλ.-μσν.
υπερνικώ, υπερισχύω, υπερτερώ σε δύναμη
μσν.-αρχ.
1. χωνεύω τροφή
2. νικώ, κυριεύω
3. ταλαιπωρώ, βασανίζω
4. παθ. καταπονούμαι, -έομαι
α) φθείρω, περιορίζω, ελαττώνω
β) κακομεταχειρίζομαι, δυναστεύω
5. μέσ. καταπονοῡμαι, -έομαι
ζημιώνομαι, βγαίνω νικημένος σε δίκη
6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταπεπονηκώς, -υīα, -ός
ολέθριος, καταστρεπτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταπονώ — καταπονώ, καταπόνησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταπονώ — και καταπονάω καταπόνησα και καταπόνεσα, καταπονήθηκα, καταπονημένος 1. προξενώ μεγάλο κόπο σε κάποιον, τον κατακουράζω: Τον καταπονεί το σκάψιμο. 2. προξενώ μεγάλο πόνο: Αυτό το δόντι με καταπόνεσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταπονῶ — καταπονέω subdue pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταπονέω subdue pres ind act 1st sg (attic epic doric) καταπονέω subdue pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταπονέω subdue pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπόνῳ — κατάπονος tired masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεκατινιάζω — καταπονώ τη ράχη ανθρώπου ή ζώου από το βάρος ή από τον κάματο, εξαντλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κατίνα / κατήνα «σπονδυλική στήλη»] …   Dictionary of Greek

  • ξεποδαριάζω — καταπονώ τα πόδια κάποιου υποβάλλοντάς τον σε μεγάλη πορεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + ποδάρι] …   Dictionary of Greek

  • κατατρύχω — (AM κατατρύχω) (επιτ. τ. τού τρύχω*) καταπονώ, καταβασανίζω, κατατυραννώ, ταλαιπωρώ («κατατρύχεται από ἔμμονες ιδέες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρύχω «καταπονώ»] …   Dictionary of Greek

  • κουράζω — (Μ κουράζω) 1. επιφέρω κόπωση σε κάποιον, καταπονώ, εξαντλώ («μέ κουράζει πολύ αυτή η δουλειά») 2. γίνομαι φορτικός, ενοχλητικός σε κάποιον μσν. 1. τιμωρώ κάποιον 2. κατεργάζομαι κάτι («κουράζουσι τὸν κόκκον εἰς τὸ μέσον», Φυσιολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

  • προεκτρύχω — Α καταβάλλω, καταπονώ προηγουμένως («ταῑς ἀγοραῑς προεκτρύχειν τοὺς πολεμίους», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκτρύχω «καταβάλλω, εξαντλώ, καταπονώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”