- καταπονώ
- και καταπονάω (AM καταπονῶ, -έω, Μ και καταπονάω) [κατάπονος]καταβάλλω προξενώντας μεγάλο κόπο σε κάποιον, κουράζω, εξαντλώνεοελλ.-μσν.υπερνικώ, υπερισχύω, υπερτερώ σε δύναμημσν.-αρχ.1. χωνεύω τροφή2. νικώ, κυριεύω3. ταλαιπωρώ, βασανίζω4. παθ. καταπονούμαι, -έομαια) φθείρω, περιορίζω, ελαττώνωβ) κακομεταχειρίζομαι, δυναστεύω5. μέσ. καταπονοῡμαι, -έομαιζημιώνομαι, βγαίνω νικημένος σε δίκη6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταπεπονηκώς, -υīα, -όςολέθριος, καταστρεπτικός.
Dictionary of Greek. 2013.